- εξατμιστικός
- -ή, -όο χρήσιμος για εξάτμιση («εξατμιστική συσκευή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξατμιστικός — ή, ό αυτός που χρησιμεύει για εξάτμιση ή που την προκαλεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)